top of page

Πώς γινόταν οι Φανοί το 1950

Το κείμενο ανήκει στη Δήμητρα Παπαναστασίου, Προέδρου του Συλλόγου Κοζανιτών Θεσσαλονίκης "Ο Άγιος Νικόλαος"



Κοζάνη, τέλη της δεκαετίας του '50. Ο μικρός μα ζεστός φανός που άναβε στη γειτονιά μας, τα Κατσ'κάθκα, καθώς και οι άλλοι φανοί εκείνης της εποχής, γινόταν με τη φροντίδα των γειτόνων και κυρίως τη φροντίδα και την αγάπη των παιδιών. Τα "φυλλουρίδια" για τις "φούντες" ήταν δική τους αποκλειστικά υπόθεση και οι παραγγελίες στους γονείς να μην γυρίσουν με άδεια χέρια από το ολονύχτιο γλέντι στο "Υπόγειο" του Ταρτάρα και στο Ολύμπιο"έπεφταν σωρηδόν. Τα δωμάτια των σπιτιών τις μέρες εκείνες έπαιρναν μια διαφορετική χαρούμενη όψη από τις πολύχρωμες σερπαντίνες, που κουλουριασμένες σε στίβες και ταλαιπωρημένες από το νυχτερινό ξεφάντωμα, περίμεναν υπομονετικά τα παιδικά χέρια να τις μεταμορφώσουν. Μέρες νωρίτερα πριν τη μεγάλη γιορτή οι νεαροί καλλιτέχνες με μεράκι και φαντασία έφτιαχναν προσεκτικά τις "φούντες" για να στολίσουν ένα γύρω τον φανό, ώστε να είναι ο δικός τους ο καλύτερος απ' όλους.


Το τσίγκινο πιάτο, λίγο στραπατσαρισμένο κάποιες φορές, ήταν το απαραίτητο εφόδιο της πρωινής κυριακάτικης παιδικής περιπλάνησης στα σπίτια της γειτονιάς. Μέσα σ' αυτό οι γείτονες απόθεταν με ευχαρίστηση τον οβολό τους, "τς παράδις για του φανό" που θα χρησίμευε για την αγορά του απαραίτητου δαδιού που θα έκαιγε το βράδυ. Στιβαγμένο προσεκτικά πάνω στον βωμό της ξερολιθιάς, που την Κυριακή το πρωί στηνόταν στη μέση του δρόμου, έφτιαχνε με το άναμμά του εικόνες μαγικές, σκόρπιζε γύρω μια ευχάριστη μυρωδιά χαρακτηριστική και υπέροχη. Η κάπνα του μαύριζε τα πρόσωπα, οι φλόγες που ξεπηδούσαν, αντιφέγγιζαν στις γελαστές μορφές, οι σπίθες έφταναν θαρρείς στα ουράνια, ταξίδευαν στα αστέρια.


Εκείνος ο παλιός φανός, που εμείς θυμόμαστε από παιδιά, ήταν μια οικογενειακή γιορτή στην οποία συμμετείχαν όλες οι ηλικίες. Μια σύμπραξη των ανθρώπων της γειτονιάς, χωρίς φανφάρες και μεγάφωνα, χωρίς όργανα και ορχήστρες. Το τραγούδι και ο χορός είχαν μια διαφορετική έκφραση, μια μυσταγωγία κι αγάπη για την παράδοση και τη συνέχειά της. Καλοδεχούμενος ο περαστικός, φίλος κι ο άγνωστος διαβάτης τσούγκριζαν το ποτήρι το κόκκινο κρασί κι εύχονταν χρόνια πολλά και καλή Σαρακοστή.


Ήταν μοιραίο και αναπόφευκτο στο πέρασμα του χρόνου να αλλάξει η μορφή και η εμφάνιση του φανού. Έγινε κι αυτός ευρωπαϊκός, όπως και τόσα πράγματα στη ζωή μας. Η παλιά γραφικότητα και η απλότητά του χάθηκαν, έμειναν μόνον σαν θύμησες και μνήμες, που κάποιες φορές πληγώνουν και πονούν.


Στη φωτογραφία ο φανός στα Κατσ'κάθκα όπως τον φωτογράφησε τότε ο πατέρας μου από την οδό Αρμενούλη. Αριστερά διακρίνεται μέρος της νέας πτέρυγας και των αποθηκών του πατρικού μου και το σπίτι της οικογένειας Βουδούρη. Δεξιά, η οικία Βαντή και στη γωνία η οικία Παπαναούμ. Πίσω από τον φανό, μέρος του αρχοντικού Βούρκα-Κατσικά.
0 comments

Recent Posts

See All
bottom of page