Μία ξεχωριστή ιστορία αγάπης, που αναπτύχθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου στην πόλη της Κοζάνης, μεταξύ του Μποέμ και της Θοδώρας.
Από την κα. Φανή Φτάκα.
Η έκφραση της αγάπης, σύμφυτη με την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη μας, είναι μια διαχρονική πράξη. Από τον καιρό των Πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας μέχρι του Πάρη και της ωραίας Ελένης στον Τρωικό Πόλεμο, του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, των δυο νεαρών εραστών με το τραγικό τέλος μες στον Μεσαίωνα, ο απόηχος του έρωτα φθάνει μέχρι τις μέρες μας, άλλοτε με αίσιο και άλλοτε με θλιβερό τέλος.
Στα τέλη δε του 20ου αιώνα, προσαρμοσμένοι απόλυτα και με την ένταξη μας στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, υιοθετήσαμε μέχρι κι επίσημη ημέρα Αγάπης, στις 14 του Φλεβάρη. Πλημμυρίδα η αποστολή λουλουδιών , ευχετήριων καρτών, ερωτικών μηνυμάτων αυτή τη μέρα. Λες και ο έρωτας με την έκρηξη των αισθημάτων που τον διακρίνει μπορεί να περιχαρακωθεί και να χωρέσει σε μια μέρα!
Η επαρχιακή μας πόλη, η Κοζάνη, δεν περίμενε φυσικά το τέλος του 20ου αιώνα για να γιορτάσει τη μέρα του Έρωτα , αφού ήδη από τις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα. τα νιόπαντρα ζευγάρια της πόλης συνήθιζαν να στέλνουν ευχετήριες κάρτες με καρδούλες και άσπρα περιστέρια και με μια φωτογραφία τους, σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια, στο κέντρο της κάρτας, προκειμένου να εκφράσουν αισθήματα αγάπης και φιλίας σε φιλικές τους οικογένειες.
Στον τόπο μας, ατελείωτες οι ιστορίες αγάπης, που έχουν να διηγηθούν οι παλιότεροι με αίσιο ή άσχημο τέλος, ειδικά μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, που ο γονιός, και δη ο πατέρας όριζε απόλυτα το μέλλον της κόρης του, ακόμα και τα του γάμου της καταγράφοντας την αμοιβαία συμφωνία μεταξύ πεθερού και μέλλοντος γαμπρού σε επίσημο έγγραφο, το προικοσύμφωνο. Αποκλίσεις βέβαια από αυτόν τον γενικό κανόνα πάντοτε υπήρχαν. Οι παραβάτες και κυρίως οι παραβάτισσες όμως τιμωρούνταν. Με τον πιο απλό και πρακτικό τρόπο, Αποκληρώνονταν ή αποκηρύσσονταν από το σόι !
Μια τέτοια ιστορία αφορά στον πρωτότοκο γιό της οικογένειας Δελιαλή, τον Νικουλάκ’ το Δελιαλή , αυτοκινητιστή στο επάγγελμα που δάγκωσε γερά τη λαμαρίνα με τη Θοδώρα Καλλιανιώτη, δευτερότοκη κόρη του Αργύρη Καλλιανιώτη και τη ζήτησε σε γάμο. Καθότι όμως πρώτος στα γλέντια και στα ριξίματα, εξού και το παρατσούκλι Μποέμ που του είχαν κολλήσει, ο πεθερός του αρνήθηκε να του τη δώσει, αν και ήταν καλός φίλος του γιού του, Θανάση, μέσω του οποίου είχε γνωριστεί με τη Θοδώρα. Ερωτευμένος σφόδρα μαζί της ο Νικουλάκς, επρόκειτο άλλωστε για καλλονή της εποχής του ’30, με τα κατσαρά της μαλλιά και μ ΄ένα πρόσωπο σαν φεγγάρι, δεν βρήκε άλλη λύση παρά να την κλέψει, με την συναίνεση φυσικά της Θοδώρας, που έτρεφε στο πρόσωπο του τα ίδια μ’ αυτόν αισθήματα!
Έτσι, ο Μποέμ, ο πιο γνωστός γόης της Κοζάνης, την περίοδο του Μεσοπολέμου, κατάφερε και έκλεψε την εκλεκτή της καρδιάς του, Θοδώρα παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της μια βραδιά χωρίς φεγγάρι που λέει και το τραγούδι. Με τη βοήθεια μιας πλύστρας του σπιτιού που μετέφερε και αντάλλασσε τα ερωτικά ραβασάκια και τις οδηγίες περί του πρακτέου ανάμεσα στους δυό ερωτευμένους , την άρπαξε μια βραδιά από το πατρικό της σπίτι, κοντά στην πλατεία Παύλου Μελά με τη βοήθεια του λεωφορείου του και μιας σκάλας που στήθηκε στον τοίχο. Γιατί η Θοδώρα για να κατέβει από τον 2ο όροφο του σπιτιού, που βρίσκονταν οι κρεββατοκάμαρες, χρησιμοποίησε το πίσω παράθυρο του σπιτιού της για να δραπετεύσει, μιας και ο πατέρας της, βλέποντας την επιμονή της γι’ αυτό τον γάμο, δεν της επέτρεπε πλέον να βγαίνει μόνη από το σπίτι.
Η ένωση τους επισφραγίστηκε με το γάμο τους στην Παναγία το 1935, στον οποίο όμως δεν παρευρέθηκε κανείς συγγενής από την πλευρά της νύφης. Φυσικό επόμενο ήταν και απόλυτα εναρμονισμένο με τα αυστηρά ήθη της εποχής τους, αφού ο πατέρας της όχι μόνο την αποκήρυξε από κόρη του αλλά απαγόρευσε και στις άλλες τρεις αδελφές της να παρευρεθούν στο γάμο της αλλά κι ούτε να έχουν την παραμικρή σχέση μαζί της.
Πέρασαν έξι χρόνια για να ξαναμιληθούν και αυτό συνέβη λόγω ανωτέρας βίας. Όταν όλοι οι Κοζανίτες κατατρεγμένοι και διασκορπισμένοι αναζητούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο στα χωριά του Τσιαρτσιαμπά την ημέρα του αεροπορικού βομβαρδισμού της Κοζάνης από τους Γερμανούς, στις 9 Απριλίου του 1941, πρόβαλαν κι αυτοί ξαφνικά μαζί με όλους τους άλλους συγγενείς και φίλους στην αυλή του σπιτιού -μπακάλικου που διατηρούσαν οι Καλλιανιωταίοι, η οικογένεια της νύφης στην Αιανή . Μέσα στο γενικό χαλασμό του Πολέμου και με τον φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια όλων, ο πατέρας της άνοιξε και πάλι την αγκαλιά του στο απολωλός πρόβατο, «την χαμένη κόρη», βάζοντας στην άκρη το πείσμα και τον εγωισμό του. Όπως σε πολλά άλλα πράγματα, ο πόλεμος προκάλεσε μια γενική ανατροπή στην καθημερινές συνήθειες και ασχολίες αλλά και στις αντιλήψεις των ανθρώπων. Τώρα εκείνο που μετρούσε πάνω από όλα ήταν η ίδια η ζωή, που είχε αναχθεί σε υπέρτατη αξία. Εξάλλου, ο γαμπρός του είχε την κόρη του σαν πραγματική αρχόντισσα, με τα λούσα της, τις εκδρομές της, τις εξόδους της. Ήταν ολοφάνερο επάνω της. Η ευτυχία λαμποκοπούσε στο πρόσωπο της!
Ο Έρωτας τους και το δέσιμο τους κράτησε μια ζωή και παρά τις μύριες όσες δυσκολίες που αντιμετώπισαν, χάρηκαν παιδιά και εγγόνια. Ωστόσο παρά τις χαρές που έζησαν, η Θοδώρα ποτέ δεν έδειξε στις αδελφές της που την επσκέπτονταν πλέον συχνά μετά την αποκατάσταση των σχέσεων τους, τις φωτογραφιες του γάμου της, ούτε ποτέ μίλησε μαζί τους γι’ αυτόν. Χαμογελαστή και καλοδεχούμενη πάντα στους δικούς της , πλάνταξε στο κλάμα, όταν 45 χρόνια αργότερα ο Μποέμ την άφησε οριστικά μόνη, με την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούν στον άλλο κόσμο.
Τα ίδια τους τα εγγόνια, παρότι έχουν χρόνια που φύγαν για το μακρινό ταξίδι και οι δυο τους , εξακολουθούν να τους μνημονεύουν μέχρι σήμερα ως υπόδειγμα ερωτευμένου ζευγαριού που έζησε την αγάπη του με τον τρόπο που αυτό όρισε.
Ζήτω ο αιώνιος έρωτας λοιπόν και τυχεροί όσοι κατάφεραν και τον βίωσαν ανεξαρτήτου εποχής!
Comments